- κοιλάρφανος
- -η, -οαυτός που ορφάνεψε από πατέρα πριν γεννηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιά + ορφανός αντί *κοιλιάρφανος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλάρφανος — η, ο αυτός που έχασε τον πατέρα του προτού ακόμη να γεννηθεί: Πρέπει να του βρεις του παιδιού δουλειά, γιατί είναι κοιλάρφανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek